Παράλληλη αναζήτηση
73 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακροφύσιο [akrofísio] το,
- nozzle, tip (syn μπεκ)
[fr AG ἀκροφύσιον 'pipe of a pair of bellows']
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτινοφυσική η [aktinofisikí] Ο29 : (φυσ.) κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη μελέτη των ακτινοβολιών.
[λόγ. ακτινο- + φυσική μτφρδ. γαλλ. radiophysique (physique = φυσική)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτινοφυσικός ο [aktinofisikós] Ο17 θηλ. ακτινοφυσικός [aktinofisikós] Ο34 : επιστήμονας ειδικευμένος στην ακτινοφυσική.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ακτινοφυσικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτινοφυσικός -ή -ό [aktinofisikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ακτινοφυσική. || (ως ουσ.) ο ακτινοφυσικός*.
[λόγ. ακτινοφυσ(ική) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεταφυσικός, -ή, -ό [ametafisikós] (L)
- non-metaphysical, not believing in metaphysics:
- για τους αμεταφυσικούς Iσπανούς ο ρεαλισμός της αγάπης της Tερέζας δεν ήταν "καινό δαιμόνιο" (Ouranis)
[neol, cpd of α- & μεταφυσικός (PatrG τa μεταφυσικά)]
- non-metaphysical, not believing in metaphysics:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμεταφυσικά [andimetafisiká] adv
- unmetaphysically (ant μεταφυσικά):
- η έκφραση είναι δήλωση του ασταθμήτου· και το αστάθμητο τούτο και μεταφυσικά και ~ κι όπως θέλουμε κι αν το πάρουμε σταθμητό δε θα γίνει ποτέ (Panagiotop)
[der of αντιμεταφυσικός]
- unmetaphysically (ant μεταφυσικά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμεταφυσική [andimetafisicí] η, (L) philos
- positivism (syn θετική φιλοσοφία, ant μεταφυσική)
[fr kath, cpd w. μεταφυσική]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιμεταφυσικός -ή -ό [andimetafisikós] Ε1 : που είναι αντίθετος με τη μεταφυσική: Aντιμεταφυσική φιλοσοφία / θεωρία.
[λόγ. αντι- + μεταφυσικός μτφρδ. αγγλ. antimetaphysical (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμεταφυσικός1 [andimetafisikós] ο, (L) philos
- antimetaphysical philosopher, antimetaphysicist, positivist:
- ο Kαντ θεωρείται ο κατ' εξοχήν ~ |
- ο ~ Nίτσε-Mπαρτ
[fr kath, substantiv. m of αντιμεταφυσικός2]
- antimetaphysical philosopher, antimetaphysicist, positivist:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμεταφυσικός2, -ή, -ό [andimetafisikós] (L) philos
- antimetaphysical, unmetaphysical, positivist:
- η αντιμεταφυσική επιστήμη, διάθεση, αντίδραση, μεθοδολογία |
- ο ~ θεωρητικός |
- άνεμος ~ πνέει στην Eυρώπη |
- η φαινομενική αντιμεταφυσική υπόσταση της μεθοδολογίας |
- ο Σωκράτης υπήρξε συνείδηση αντιμεταφυσική (Panagiotop) |
- η Aναγέννηση παρά τα επιφαινόμενα είναι αντιμεταφυσική (id.) |
- η ποίηση αυτή δείχνει ένα ψυχολογικό ρεαλισμό· είναι σταθερά αντιμεταφυσική (Spandonidis) |
- όλα τα αντιμεταφυσικά κινήματα ιδεών τελικώς καταλήγουν στη μεταφυσική (Theodorakop) |
- ο ~ πολιτισμός μας δεν φροντίζει να προετοιμάζει από τα τρυφερά χρόνια τους νέους να υποδέχονται το ανεπανόρθωτο με ευψυχία (δηλ. να παραδέχεται ο homo sapiens το γιατί πρέπει να πεθάνει, ώστε ο πανικός να μη τον γελοιοποιεί) (Papanoutsos) |
- αναζητούν τα αίτια στον αντιμεταφυσικό προσανατολισμό του σύγχρονου ανθρώπου (Terzakis) |
- διατηρήθηκαν σ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι εμπειρικές και αντιμεταφυσικές τάσεις (Theodoridis) |
- ο τρόπος με τον οποίον διαδίδεται η γνώση σήμερα σ' όλο τον κόσμο, χάρη στον επιστημονικό προσανατολισμό της εποχής μας και τις ποικίλες εφαρμογές της τεχνικής, δημιουργεί ένα πνεύμα αντιμεταφυσικό, που θα γίνεται ολοένα επικρατέστερο (Fteris)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιμεταφυσικός, cpd w. μεταφυσικός]
- antimetaphysical, unmetaphysical, positivist: